Translation meaning & definition of the word "exult" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξωτερικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exult
[Αποτέλεσμα]/ɪgzəlt/
verb
1. Feel extreme happiness or elation
- synonym:
- exult ,
- walk on air ,
- be on cloud nine ,
- jump for joy
1. Νιώστε ακραία ευτυχία ή ευφροσύνη
- συνώνυμο:
- αποτέλεσμα ,
- περπατώ στον αέρα ,
- είμαι στο σύννεφο εννέα ,
- πηδώντας για τη χαρά
2. To express great joy
- "Who cannot exult in spring?"
- synonym:
- exuberate ,
- exult ,
- rejoice ,
- triumph ,
- jubilate
2. Να εκφράσει μεγάλη χαρά
- "Ποιος δεν μπορεί να αγαπήσει την άνοιξη?"
- συνώνυμο:
- εξαντλώ ,
- αποτέλεσμα ,
- χαίρομαι ,
- θρίαμβος ,
- ελικοειδήσ