Translation meaning & definition of the word "exude" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκπέμπουν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exude
[Εκπέμπω]/ɪgzud/
verb
1. Release (a liquid) in drops or small quantities
- "Exude sweat through the pores"
- synonym:
- exude ,
- exudate ,
- transude ,
- ooze out ,
- ooze
1. Απελευθέρωση (α υγρό) σε σταγόνες ή μικρές ποσότητες
- "Εξαπολύστε τον ιδρώτα μέσω των πόρων"
- συνώνυμο:
- εκπλήσσω ,
- εξιδρώματα ,
- εκφράζω ,
- εξαπατώ ,
- ωοθηκώ
2. Make apparent by one's mood or behavior
- "She exudes great confidence"
- synonym:
- exude
2. Κάντε εμφανές από τη διάθεση ή τη συμπεριφορά κάποιου
- "Αποπνέει μεγάλη εμπιστοσύνη"
- συνώνυμο:
- εκπλήσσω
Examples of using
You are afraid that Latinate languages exude sexuality, to which you are not accustomed.
Φοβάστε ότι οι λατινικές γλώσσες αποπνέουν σεξουαλικότητα, στην οποία δεν έχετε συνηθίσει.