Translation meaning & definition of the word "extremity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξτρεμότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Extremity
[Εξτρεμότητα]/ɛkstrɛməti/
noun
1. An external body part that projects from the body
- "It is important to keep the extremities warm"
- synonym:
- extremity ,
- appendage ,
- member
1. Ένα εξωτερικό μέρος του σώματος που προβάλλει από το σώμα
- "Είναι σημαντικό να κρατήσετε τα άκρα ζεστά"
- συνώνυμο:
- άκρη ,
- προσάρτημα ,
- μέλος
2. An extreme condition or state (especially of adversity or disease)
- synonym:
- extremity
2. Μια ακραία κατάσταση ή κατάσταση (ειδικά της αντιξοότητας ή της ασθένειας)
- συνώνυμο:
- άκρη
3. The greatest or utmost degree
- "The extremity of despair"
- synonym:
- extremity
3. Ο μεγαλύτερος ή μέγιστος βαθμός
- "Το άκρο της απελπισίας"
- συνώνυμο:
- άκρη
4. The outermost or farthest region or point
- synonym:
- extremity
4. Η εξωτερική ή η πιο απομακρυσμένη περιοχή ή σημείο
- συνώνυμο:
- άκρη
5. That part of a limb that is farthest from the torso
- synonym:
- extremity
5. Αυτό το μέρος ενός άκρου που είναι πιο μακριά από τον κορμό
- συνώνυμο:
- άκρη