Translation meaning & definition of the word "extravagantly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαιρετικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Extravagantly
[Εξωφρενικά]/ɛkstrævəgəntli/
adverb
1. In an abundant manner
- "They were abundantly supplied with food"
- "He thanked her profusely"
- synonym:
- abundantly ,
- copiously ,
- profusely ,
- extravagantly
1. Με άφθονο τρόπο
- "Τους προμήθευαν άφθονα τρόφιμα"
- "Την ευχαρίστησε αφειδώς"
- συνώνυμο:
- άφθονα ,
- αφειδώς ,
- υπερβολικά
2. In a wasteful manner
- "The united states, up to the 1920s, used fuel lavishly, mainly because it was so cheap"
- synonym:
- extravagantly ,
- lavishly
2. Με σπάταλο τρόπο
- "Οι ηνωμένες πολιτείες, μέχρι τη δεκαετία του 1920, χρησιμοποιούσαν πλούσια καύσιμα, κυρίως επειδή ήταν τόσο φθηνό"
- συνώνυμο:
- υπερβολικά ,
- πλούσια
3. In a rich and lavish manner
- "Lavishly decorated"
- synonym:
- lavishly ,
- richly ,
- extravagantly
3. Με πλούσιο και πλούσιο τρόπο
- "Ευαίσθητα διακοσμημένο"
- συνώνυμο:
- πλούσια ,
- υπερβολικά