Translation meaning & definition of the word "extract" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "εκχύλισμα" στην ελληνική γλώσσα
Extract
[Εκχύλισμα]noun
1. A solution obtained by steeping or soaking a substance (usually in water)
- synonym:
- infusion ,
- extract
1. Διάλυμα που λαμβάνεται με εμβάπτιση ή εμβάπτιση μιας ουσίας (συνήθως σε νερό)
- συνώνυμο:
- έγχυση ,
- εκχύλισμα
2. A passage selected from a larger work
- "He presented excerpts from william james' philosophical writings"
- synonym:
- excerpt ,
- excerption ,
- extract ,
- selection
2. Ένα απόσπασμα που επιλέγεται από ένα μεγαλύτερο έργο
- "Παρουσίασε αποσπάσματα από τα φιλοσοφικά γραπτά του γουίλιαμ τζέιμς"
- συνώνυμο:
- απόσπασμα ,
- εκτόξευση ,
- εκχύλισμα ,
- επιλογή
verb
1. Remove, usually with some force or effort
- Also used in an abstract sense
- "Pull weeds"
- "Extract a bad tooth"
- "Take out a splinter"
- "Extract information from the telegram"
- synonym:
- extract ,
- pull out ,
- pull ,
- pull up ,
- take out ,
- draw out
1. Αφαιρέστε, συνήθως με κάποια δύναμη ή προσπάθεια
- Χρησιμοποιείται επίσης με αφηρημένη έννοια
- "Τραβήξτε ζιζάνια"
- "Βγάλε ένα κακό δόντι"
- "Βγάλε ένα θραύσμα"
- "Απόσπασμα πληροφοριών από το τηλεγράφημα"
- συνώνυμο:
- εκχύλισμα ,
- τραβήξτε έξω ,
- τραβώ ,
- τραβήξτε προς τα πάνω ,
- βγάζω ,
- τραβώ έξω
2. Get despite difficulties or obstacles
- "I extracted a promise from the dean for two new positions"
- synonym:
- extract
2. Πάρτε παρά τις δυσκολίες ή τα εμπόδια
- "Απέσπασα υπόσχεση από τον κοσμήτορα για δύο νέες θέσεις"
- συνώνυμο:
- εκχύλισμα
3. Deduce (a principle) or construe (a meaning)
- "We drew out some interesting linguistic data from the native informant"
- synonym:
- educe ,
- evoke ,
- elicit ,
- extract ,
- draw out
3. Συμπεράνετε (μια αρχή) ή ερμηνεύστε (μια έννοια)
- "Βγάλαμε μερικά ενδιαφέροντα γλωσσικά δεδομένα από τον γηγενή πληροφοριοδότη"
- συνώνυμο:
- educe ,
- προκαλώ ,
- εκχύλισμα ,
- τραβώ έξω
4. Extract by the process of distillation
- "Distill the essence of this compound"
- synonym:
- distill ,
- extract ,
- distil
4. Εκχύλισμα με τη διαδικασία της απόσταξης
- "Αποστάξτε την ουσία αυτής της ένωσης"
- συνώνυμο:
- απόσταγμα ,
- εκχύλισμα ,
- απόσταξη
5. Separate (a metal) from an ore
- synonym:
- extract
5. Ξεχωρίστε (ένα μέταλλο) από ένα μετάλλευμα
- συνώνυμο:
- εκχύλισμα
6. Obtain from a substance, as by mechanical action
- "Italians express coffee rather than filter it"
- synonym:
- press out ,
- express ,
- extract
6. Λάβετε από μια ουσία, όπως με μηχανική δράση
- "Οι ιταλοί εκφράζουν τον καφέ αντί να τον φιλτράρουν"
- συνώνυμο:
- πιέζω ,
- εκφράζω ,
- εκχύλισμα
7. Take out of a literary work in order to cite or copy
- synonym:
- excerpt ,
- extract ,
- take out
7. Βγάλτε από ένα λογοτεχνικό έργο για να αναφέρετε ή να αντιγράψετε
- συνώνυμο:
- απόσπασμα ,
- εκχύλισμα ,
- βγάζω
8. Calculate the root of a number
- synonym:
- extract
8. Υπολογίστε τη ρίζα ενός αριθμού
- συνώνυμο:
- εκχύλισμα