Translation meaning & definition of the word "extortion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκβιασμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Extortion
[Εκβιασμός]/ɛkstɔrʃən/
noun
1. An exorbitant charge
- synonym:
- extortion
1. Υπερβολική χρέωση
- συνώνυμο:
- εκβιασμός
2. Unjust exaction (as by the misuse of authority)
- "The extortion by dishonest officials of fees for performing their sworn duty"
- synonym:
- extortion
2. Άδικη ακρίβεια (από την κακή χρήση της εξουσίας)
- "Ο εκβιασμός από ανέντιμους υπαλλήλους των τελών για την εκτέλεση του ορκωτού τους καθήκοντος"
- συνώνυμο:
- εκβιασμός
3. The felonious act of extorting money (as by threats of violence)
- synonym:
- extortion
3. Η εγκληματική πράξη της απόσβεσης χρημάτων (ας από απειλές βίας)
- συνώνυμο:
- εκβιασμός
Examples of using
Tom was the victim of an extortion attempt.
Ο Τομ ήταν θύμα απόπειρας εκβιασμού.