Translation meaning & definition of the word "extirpate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξωτερικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Extirpate
[Εξωσωματίζω]/ɛkstərpet/
verb
1. Destroy completely, as if down to the roots
- "The vestiges of political democracy were soon uprooted" "root out corruption"
- synonym:
- uproot ,
- eradicate ,
- extirpate ,
- root out ,
- exterminate
1. Καταστρέψτε εντελώς, σαν να πάτε κάτω στις ρίζες
- "Τα απομεινάρια της πολιτικής δημοκρατίας σύντομα ξεριζώθηκαν", "έβγαλαν τη διαφθορά"
- συνώνυμο:
- ξεριζωμό ,
- εξαλείφω ,
- εκριζώνω ,
- αποβάλλω ,
- εξολοθρεύω
2. Pull up by or as if by the roots
- "Uproot the vine that has spread all over the garden"
- synonym:
- uproot ,
- extirpate ,
- deracinate ,
- root out
2. Τραβήξτε προς τα πάνω ή σαν από τις ρίζες
- "Αναζωογονήστε το αμπέλι που έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κήπο"
- συνώνυμο:
- ξεριζωμό ,
- εκριζώνω ,
- αποτριχωτικό ,
- αποβάλλω
3. Surgically remove (an organ)
- synonym:
- extirpate
3. Χειρουργικά αφαιρέστε το (ανικό όργανο)
- συνώνυμο:
- εκριζώνω