Translation meaning & definition of the word "extinct" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαφάνιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Extinct
[Εξαφανίζω]/ɪkstɪŋkt/
adjective
1. No longer in existence
- Lost or especially having died out leaving no living representatives
- "An extinct species of fish"
- "An extinct royal family"
- "Extinct laws and customs"
- synonym:
- extinct ,
- nonextant
1. Δεν υπάρχει πια
- Έχασε ή ειδικά πέθανε χωρίς να αφήσει ζωντανούς εκπροσώπους
- "Εξαφανισμένα είδη ψαριών"
- "Εξαφανισμένη βασιλική οικογένεια"
- "Εξαφανισμένοι νόμοι και έθιμα"
- συνώνυμο:
- εξαφανισμένοσ ,
- ανυπόστατοσ
2. (of e.g. volcanos) permanently inactive
- "An extinct volcano"
- synonym:
- extinct
2. ( π.χ. ηφαιστειακά ) μόνιμα ανενεργά
- "Εξαφανισμένο ηφαίστειο"
- συνώνυμο:
- εξαφανισμένοσ
3. Being out or having grown cold
- "Threw his extinct cigarette into the stream"
- "The fire is out"
- synonym:
- extinct ,
- out(p)
3. Να είσαι έξω ή να έχεις κρυώσει
- "Πέταξε το εξαφανισμένο τσιγάρο του στο ρεύμα"
- "Η φωτιά είναι έξω"
- συνώνυμο:
- εξαφανισμένοσ ,
- εξ()
Examples of using
My dream is to become a space-archaeologist and to explore extinct planets.
Το όνειρό μου είναι να γίνω διαστημικός αρχαιολόγος και να εξερευνήσω εξαφανισμένους πλανήτες.
Dinosaurs became extinct a very long time ago.
Οι δεινόσαυροι εξαφανίστηκαν πριν από πολύ καιρό.
It was during the ice age that the saber-toothed tiger became extinct.
Ήταν κατά τη διάρκεια της εποχής των παγετώνων που η τίγρη είχε εξαφανιστεί.