Translation meaning & definition of the word "exterminate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξερεύνηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exterminate
[Εξολοθρεύω]/ɪkstərmənet/
verb
1. Kill en masse
- Kill on a large scale
- Kill many
- "Hitler wanted to exterminate the jews, gypsies, communists, and homosexuals of europe"
- synonym:
- exterminate ,
- kill off
1. Σκοτώνω μαζικά
- Σκοτώνουν σε μεγάλη κλίμακα
- Σκοτώστε πολλούς
- "Ο χίτλερ ήθελε να εξοντώσει τους εβραίους, τους τσιγγάνους, τους κομμουνιστές και τους ομοφυλόφιλους της ευρώπης"
- συνώνυμο:
- εξολοθρεύω ,
- σκοτώνω
2. Destroy completely, as if down to the roots
- "The vestiges of political democracy were soon uprooted" "root out corruption"
- synonym:
- uproot ,
- eradicate ,
- extirpate ,
- root out ,
- exterminate
2. Καταστρέψτε εντελώς, σαν να πάτε κάτω στις ρίζες
- "Τα απομεινάρια της πολιτικής δημοκρατίας σύντομα ξεριζώθηκαν", "έβγαλαν τη διαφθορά"
- συνώνυμο:
- ξεριζωμό ,
- εξαλείφω ,
- εκριζώνω ,
- αποβάλλω ,
- εξολοθρεύω
Examples of using
There's a huge spider in the room! Quick, exterminate it!
Υπάρχει μια τεράστια αράχνη στο δωμάτιο! Γρήγορα, εξολοθρεύστε το!