Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "extensive" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκτεταμένη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Extensive

[Εκτεταμένοσ]
/ɪkstɛnsɪv/

adjective

1. Large in spatial extent or range or scope or quantity

  • "An extensive roman settlement in northwest england"
  • "Extended farm lands"
  • "Surgeons with extended experience"
  • "They suffered extensive damage"
    synonym:
  • extensive
  • ,
  • extended

1. Μεγάλος στη χωρική έκταση ή το εύρος ή το πεδίο ή την ποσότητα

  • "Εκτεταμένος ρωμαϊκός οικισμός στη βορειοδυτική αγγλία"
  • "Εκτεταμένες αγροτικές εκτάσεις"
  • "Χειρουργοί με εκτεταμένη εμπειρία"
  • "Υπέστησαν μεγάλες ζημιές"
    συνώνυμο:
  • εκτεταμένοσ

2. Broad in scope or content

  • "Across-the-board pay increases"
  • "An all-embracing definition"
  • "Blanket sanctions against human-rights violators"
  • "An invention with broad applications"
  • "A panoptic study of soviet nationality"- t.g.winner
  • "Granted him wide powers"
    synonym:
  • across-the-board
  • ,
  • all-embracing
  • ,
  • all-encompassing
  • ,
  • all-inclusive
  • ,
  • blanket(a)
  • ,
  • broad
  • ,
  • encompassing
  • ,
  • extensive
  • ,
  • panoptic
  • ,
  • wide

2. Ευρύ πεδίο εφαρμογής ή περιεχόμενο

  • "Αυξήσεις αμοιβών σε όλους τους δρόμους"
  • "Ο ορισμός της επιλογής"
  • "Κυρώσεις κουβεντιού κατά παραβατών ανθρωπίνων δικαιωμάτων"
  • "Μια εφεύρεση με ευρείες εφαρμογές"
  • "Μια πανοπτική μελέτη της σοβιετικής εθνικότητας"- τ.γ.νικητής
  • "Του απέδωσαν ευρείες δυνάμεις"
    συνώνυμο:
  • απέναντι από τον πίνακα
  • ,
  • παντελής
  • ,
  • πλήρης περιεκτικότητα
  • ,
  • περιλαμβάνει
  • ,
  • κουβέρτ(Α)
  • ,
  • ευρύς
  • ,
  • εκτεταμένοσ
  • ,
  • πανοπτική

3. Of agriculture

  • Increasing productivity by using large areas with minimal outlay and labor
  • "Producing wheat under extensive conditions"
  • "Agriculture of the extensive type"
    synonym:
  • extensive

3. Της γεωργίας

  • Αύξηση της παραγωγικότητας με τη χρήση μεγάλων περιοχών με ελάχιστη δαπάνη και εργασία
  • "Παραγωγή σιταριού υπό εκτεταμένες συνθήκες"
  • "Γεωργία του εκτεταμένου τύπου"
    συνώνυμο:
  • εκτεταμένοσ

Examples of using

His extensive knowledge surprises me.
Η εκτεταμένη γνώση του με εκπλήσσει.