Translation meaning & definition of the word "extended" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επέκταση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Extended
[Εκτεταμένος]/ɪkstɛndəd/
adjective
1. Relatively long in duration
- Tediously protracted
- "A drawn-out argument"
- "An extended discussion"
- "A lengthy visit from her mother-in-law"
- "A prolonged and bitter struggle"
- "Protracted negotiations"
- synonym:
- drawn-out ,
- extended ,
- lengthy ,
- prolonged ,
- protracted
1. Σχετικά μεγάλη διάρκεια
- Κουραστικά παρατεταμένα
- "Ένα επιχείρημα εξαντλημένο"
- "Εκτεταμένη συζήτηση"
- "Μακρά επίσκεψη από την πεθερά της"
- "Ένας παρατεταμένος και πικρός αγώνας"
- "Παραμελημένες διαπραγματεύσεις"
- συνώνυμο:
- εξαντλημένοσ ,
- εκτεταμένοσ ,
- μακροσκελής ,
- παρατεταμένος ,
- παρατεταμένοσ
2. Fully extended or stretched forth
- "An extended telescope"
- "His extended legs reached almost across the small room"
- "Refused to accept the extended hand"
- synonym:
- extended
2. Πλήρως εκτεταμένος ή τεντωμένος
- "Εκτεταμένο τηλεσκόπιο"
- "Τα εκτεταμένα πόδια του έφτασαν σχεδόν στο μικρό δωμάτιο"
- "Αρνήθηκε να δεχτεί το εκτεταμένο χέρι"
- συνώνυμο:
- εκτεταμένοσ
3. Drawn out or made longer spatially
- "Picasso's elongated don quixote"
- "Lengthened skirts are fashionable this year"
- "The extended airport runways can accommodate larger planes"
- "A prolonged black line across the page"
- synonym:
- elongated ,
- extended ,
- lengthened ,
- prolonged
3. Τραβηγμένος έξω ή γίνεται μακρύτερα χωρικά
- "Ο δον κιχώτης του πικάσο επιμήκης"
- "Οι επιμηκυμένες φούστες είναι μοντέρνες φέτος"
- "Οι εκτεταμένοι διάδρομοι του αεροδρομίου μπορούν να φιλοξενήσουν μεγαλύτερα αεροπλάνα"
- "Μια παρατεταμένη μαύρη γραμμή σε όλη τη σελίδα"
- συνώνυμο:
- επιμήκησ ,
- εκτεταμένοσ ,
- επιμηκύνεται ,
- παρατεταμένος
4. Beyond the literal or primary sense
- "`hot off the press' shows an extended sense of `hot'"
- synonym:
- extended
4. Πέρα από την κυριολεκτική ή την πρωταρχική αίσθηση
- "Απενεργοποίηση του τύπου δείχνει μια εκτεταμένη αίσθηση του `ζεστό'"
- συνώνυμο:
- εκτεταμένοσ
5. Large in spatial extent or range or scope or quantity
- "An extensive roman settlement in northwest england"
- "Extended farm lands"
- "Surgeons with extended experience"
- "They suffered extensive damage"
- synonym:
- extensive ,
- extended
5. Μεγάλος στη χωρική έκταση ή το εύρος ή το πεδίο ή την ποσότητα
- "Εκτεταμένος ρωμαϊκός οικισμός στη βορειοδυτική αγγλία"
- "Εκτεταμένες αγροτικές εκτάσεις"
- "Χειρουργοί με εκτεταμένη εμπειρία"
- "Υπέστησαν μεγάλες ζημιές"
- συνώνυμο:
- εκτεταμένοσ
Examples of using
The deadline had to be extended.
Η προθεσμία έπρεπε να παραταθεί.
We extended the meeting another 100 minutes.
Επεκτείναμε τη συνάντηση για άλλα 100 λεπτά.
He extended the knowledge of biochemistry.
Επέκτεινε τη γνώση της βιοχημείας.