Translation meaning & definition of the word "exquisitely" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαιρετικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exquisitely
[Εξαιρετικά]/ɛkskwɪzɪtli/
adverb
1. In a delicate manner
- "Finely shaped features"
- "Her fine drawn body"
- synonym:
- finely ,
- fine ,
- delicately ,
- exquisitely
1. Με λεπτό τρόπο
- "Απλά διαμορφωμένα χαρακτηριστικά"
- "Το λεπτό της σώμα"
- συνώνυμο:
- λεπτό ,
- πρόστιμο ,
- απαλά ,
- εξαίσια