Translation meaning & definition of the word "expressway" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έκφραση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Expressway
[Εκφραστής]/ɪksprɛswe/
noun
1. A broad highway designed for high-speed traffic
- synonym:
- expressway ,
- freeway ,
- motorway ,
- pike ,
- state highway ,
- superhighway ,
- throughway ,
- thruway
1. Ένας ευρύς αυτοκινητόδρομος σχεδιασμένος για την κυκλοφορία υψηλής ταχύτητας
- συνώνυμο:
- ταχείας κυκλοφορίας ,
- αυτοκινητόδρομος ,
- πατούσα ,
- κρατικός αυτοκινητόδρομος ,
- υπερυψωτά ,
- διασχίζοντασ ,
- λαβή