Translation meaning & definition of the word "express" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "εκφράζω" στην ελληνική γλώσσα
Express
[Εξαπατώ]noun
1. Mail that is distributed by a rapid and efficient system
- synonym:
- express ,
- express mail
1. Αλληλογραφία που διανέμεται από ένα γρήγορο και αποτελεσματικό σύστημα
- συνώνυμο:
- εκφράζω ,
- ταχυδρομείο
2. Public transport consisting of a fast train or bus that makes only a few scheduled stops
- "He caught the express to new york"
- synonym:
- express ,
- limited
2. Δημόσια συγκοινωνία που αποτελείται από ένα γρήγορο τρένο ή λεωφορείο που κάνει μόνο μερικές προγραμματισμένες στάσεις
- "Έπιασε το εξπρές στη νέα υόρκη"
- συνώνυμο:
- εκφράζω ,
- περιορισμένος
3. Rapid transport of goods
- synonym:
- express ,
- expressage
3. Ταχεία μεταφορά εμπορευμάτων
- συνώνυμο:
- εκφράζω ,
- εκφραστικό
verb
1. Give expression to
- "She showed her disappointment"
- synonym:
- express ,
- show ,
- evince
1. Εκφράζω
- "Έδειξε την απογοήτευσή της"
- συνώνυμο:
- εκφράζω ,
- εμφάνιση ,
- αποδεικνύω
2. Articulate
- Either verbally or with a cry, shout, or noise
- "She expressed her anger"
- "He uttered a curse"
- synonym:
- express ,
- verbalize ,
- verbalise ,
- utter ,
- give tongue to
2. Αρθρώνω
- Είτε λεκτικά είτε με κραυγή, φωνή ή θόρυβο
- "Εκφράσει τον θυμό της"
- "Έβγαλε κατάρα"
- συνώνυμο:
- εκφράζω ,
- εκφράζω λεκτικά ,
- απόλυτος ,
- δώσε γλώσσα στον
3. Serve as a means for expressing something
- "The painting of mary carries motherly love"
- "His voice carried a lot of anger"
- synonym:
- carry ,
- convey ,
- express
3. Χρησιμεύστε ως μέσο για να εκφράσετε κάτι
- "Ο πίνακας της μαρίας κουβαλά τη μητρική αγάπη"
- "Η φωνή του κουβαλούσε πολύ θυμό"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω ,
- εκφράζω
4. Indicate through a symbol, formula, etc.
- "Can you express this distance in kilometers?"
- synonym:
- express ,
- state
4. Υποδείξτε μέσω ενός συμβόλου, τύπου π.
- "Μπορείς να εκφράσεις αυτή την απόσταση σε χιλιόμετρα;"
- συνώνυμο:
- εκφράζω ,
- κράτος
5. Manifest the effects of (a gene or genetic trait)
- "Many of the laboratory animals express the trait"
- synonym:
- express
5. Εκδηλώστε τα αποτελέσματα του (ένα γονίδιο ή γενετικό χαρακτηριστικό)
- "Πολλά από τα πειραματόζωα εκφράζουν το γνώρισμα"
- συνώνυμο:
- εκφράζω
6. Obtain from a substance, as by mechanical action
- "Italians express coffee rather than filter it"
- synonym:
- press out ,
- express ,
- extract
6. Λάβετε από μια ουσία, όπως με μηχανική δράση
- "Οι ιταλοί εκφράζουν τον καφέ αντί να τον φιλτράρουν"
- συνώνυμο:
- πιέζω ,
- εκφράζω ,
- εκχύλισμα
7. Send by rapid transport or special messenger service
- "She expressed the letter to florida"
- synonym:
- express
7. Αποστολή με ταχεία μεταφορά ή ειδική υπηρεσία αγγελιοφόρων
- "Εκφράστηκε την επιστολή στη φλόριντα"
- συνώνυμο:
- εκφράζω
adjective
1. Not tacit or implied
- "Her express wish"
- synonym:
- express
1. Όχι σιωπηρή ή σιωπηρή
- "Εκφραστική επιθυμία της"
- συνώνυμο:
- εκφράζω
2. Without unnecessary stops
- "An express train"
- "An express shipment"
- synonym:
- express
2. Χωρίς περιττές στάσεις
- "Ένα τρένο εξπρές"
- "Μια αποστολή express"
- συνώνυμο:
- εκφράζω
adverb
1. By express
- "Please send the letter express"
- synonym:
- express
1. Με εξπρές
- "Παρακαλώ στείλτε την επιστολή ρητή"
- συνώνυμο:
- εκφράζω