Translation meaning & definition of the word "exposure" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έκθεση" στην ελληνική γλώσσα
Exposure
[Έκθεση]noun
1. Vulnerability to the elements
- To the action of heat or cold or wind or rain
- "Exposure to the weather" or "they died from exposure"
- synonym:
- exposure
1. Ευπάθεια στα στοιχεία
- Στη δράση της θερμότητας ή του κρύου ή του ανέμου ή της βροχής
- "Έκθεση στον καιρό" ή "πέθαναν από την έκθεση"
- συνώνυμο:
- έκθεση
2. The act of subjecting someone to an influencing experience
- "She denounced the exposure of children to pornography"
- synonym:
- exposure
2. Η πράξη της υποβολής κάποιου σε μια εμπειρία επηρεασμού
- "Κατήγγειλε την έκθεση των παιδιών στην πορνογραφία"
- συνώνυμο:
- έκθεση
3. The disclosure of something secret
- "They feared exposure of their campaign plans"
- synonym:
- exposure
3. Η αποκάλυψη κάτι μυστικό
- "Φοβούνταν την έκθεση των σχεδίων της εκστρατείας τους"
- συνώνυμο:
- έκθεση
4. Aspect resulting from the direction a building or window faces
- "The studio had a northern exposure"
- synonym:
- exposure
4. Πτυχή που προκύπτει από την κατεύθυνση που αντιμετωπίζει ένα κτίριο ή ένα παράθυρο
- "Το στούντιο είχε έκθεση στο βορρά"
- συνώνυμο:
- έκθεση
5. The state of being vulnerable or exposed
- "His vulnerability to litigation"
- "His exposure to ridicule"
- synonym:
- vulnerability ,
- exposure
5. Η κατάσταση του να είσαι ευάλωτος ή εκτεθειμένος
- "Η ευπάθειά του στις διαφορές"
- "Η έκθεσή του στη γελοιοποίηση"
- συνώνυμο:
- ευπάθεια ,
- έκθεση
6. The intensity of light falling on a photographic film or plate
- "He used the wrong exposure"
- synonym:
- exposure
6. Η ένταση του φωτός που πέφτει σε μια φωτογραφική μεμβράνη ή πλάκα
- "Χρησιμοποίησε λάθος έκθεση"
- συνώνυμο:
- έκθεση
7. A representation of a person or scene in the form of a print or transparent slide
- Recorded by a camera on light-sensitive material
- synonym:
- photograph ,
- photo ,
- exposure ,
- picture ,
- pic
7. Μια αναπαράσταση ενός ατόμου ή μιας σκηνής με τη μορφή εκτύπωσης ή διαφανούς διαφάνειας
- Καταγράφεται από μια κάμερα σε ευαίσθητο στο φως υλικό
- συνώνυμο:
- φωτογραφία ,
- έκθεση ,
- εικόνα
8. The act of exposing film to light
- synonym:
- exposure
8. Η πράξη της έκθεσης της ταινίας στο φως
- συνώνυμο:
- έκθεση
9. Presentation to view in an open or public manner
- "The exposure of his anger was shocking"
- synonym:
- exposure
9. Παρουσίαση για να δείτε με ανοιχτό ή δημόσιο τρόπο
- "Η έκθεση του θυμού του ήταν σοκαριστική"
- συνώνυμο:
- έκθεση
10. Abandoning without shelter or protection (as by leaving as infant out in the open)
- synonym:
- exposure
10. Εγκατάλειψη χωρίς καταφύγιο ή προστασία (α αφήνοντας ως βρέφος έξω στο ανοιχτό)
- συνώνυμο:
- έκθεση