Translation meaning & definition of the word "expose" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκθέτουν" στην ελληνική γλώσσα
Expose
[Εκθέτω]noun
1. The exposure of an impostor or a fraud
- "He published an expose of the graft and corruption in city government"
- synonym:
- expose ,
- unmasking
1. Έκθεση ενός απατεώνα ή μιας απάτης
- "Δημοσίευσε μια έκθεση του μοσχεύματος και της διαφθοράς στην κυβέρνηση της πόλης"
- συνώνυμο:
- εκθέτω ,
- αποκαλύπτω
verb
1. Expose or make accessible to some action or influence
- "Expose your students to art"
- "Expose the blanket to sunshine"
- synonym:
- expose
1. Εκθέστε ή κάνετε προσιτή σε κάποια ενέργεια ή επιρροή
- "Εκθέστε τους μαθητές σας στην τέχνη"
- "Εκθέστε την κουβέρτα στον ήλιο"
- συνώνυμο:
- εκθέτω
2. Make known to the public information that was previously known only to a few people or that was meant to be kept a secret
- "The auction house would not disclose the price at which the van gogh had sold"
- "The actress won't reveal how old she is"
- "Bring out the truth"
- "He broke the news to her"
- "Unwrap the evidence in the murder case"
- synonym:
- unwrap ,
- disclose ,
- let on ,
- bring out ,
- reveal ,
- discover ,
- expose ,
- divulge ,
- break ,
- give away ,
- let out
2. Γνωστοποιήστε στο κοινό πληροφορίες που ήταν προηγουμένως γνωστές μόνο σε λίγους ανθρώπους ή που προοριζόταν να κρατηθεί ένα μυστικό
- "Ο οίκος δημοπρασιών δεν θα αποκάλυπτε την τιμή στην οποία είχε πουλήσει ο βαν γκογκ"
- "Η ηθοποιός δεν θα αποκαλύψει πόσο χρονών είναι"
- "Αφαιρέστε την αλήθεια"
- "Της έσπασε τα νέα"
- "Ξετυλίξτε τα στοιχεία στην υπόθεση δολοφονίας"
- συνώνυμο:
- ξετυλίγω ,
- αποκαλύπτω ,
- αφήνω ,
- βγάζω ,
- ανακαλύπτω ,
- εκθέτω ,
- σπάω ,
- παραδίδω ,
- αφήνω έξω
3. To show, make visible or apparent
- "The metropolitan museum is exhibiting goya's works this month"
- "Why don't you show your nice legs and wear shorter skirts?"
- "National leaders will have to display the highest skills of statesmanship"
- synonym:
- expose ,
- exhibit ,
- display
3. Για να δείξει, να κάνει ορατό ή εμφανές
- "Το μητροπολιτικό μουσείο εκθέτει τα έργα του γκόγια αυτό το μήνα"
- "Γιατί δεν δείχνεις τα ωραία σου πόδια και φοράς κοντύτερες φούστες?"
- "Οι εθνικοί ηγέτες θα πρέπει να επιδείξουν τις υψηλότερες δεξιότητες πολιτικής"
- συνώνυμο:
- εκθέτω ,
- εμφάνιση
4. Remove all or part of one's clothes to show one's body
- "Uncover your belly"
- "The man exposed himself in the subway"
- synonym:
- uncover ,
- expose
4. Αφαιρέστε όλα ή μέρος των ρούχων κάποιου για να δείξει το σώμα του
- "Ανακαλύψτε την κοιλιά σας"
- "Ο άνθρωπος εκτέθηκε στο μετρό"
- συνώνυμο:
- αποκαλύπτω ,
- εκθέτω
5. Disclose to view as by removing a cover
- "The curtain rose to disclose a stunning set"
- synonym:
- disclose ,
- expose
5. Αποκαλύψτε για να δείτε ως με την αφαίρεση ενός καλύμματος
- "Η κουρτίνα τριαντάφυλλο για να αποκαλύψει ένα εκπληκτικό σετ"
- συνώνυμο:
- αποκαλύπτω ,
- εκθέτω
6. Put in a dangerous, disadvantageous, or difficult position
- synonym:
- queer ,
- expose ,
- scupper ,
- endanger ,
- peril
6. Βάλτε σε μια επικίνδυνη, μειονεκτική ή δύσκολη θέση
- συνώνυμο:
- περιπατητήσ ,
- εκθέτω ,
- αποτυχητήσ ,
- κίνδυνος
7. Expose to light, of photographic film
- synonym:
- expose
7. Εκτίθενται στο φως, στη φωτογραφική ταινία
- συνώνυμο:
- εκθέτω
8. Expose while ridiculing
- Especially of pretentious or false claims and ideas
- "The physicist debunked the psychic's claims"
- synonym:
- debunk ,
- expose
8. Εκθέστε ενώ γελοιοποιείτε
- Ιδιαίτερα των επιτηδευμένων ή ψευδών ισχυρισμών και ιδεών
- "Ο φυσικός απομυθοποίησε τους ισχυρισμούς του ψυχικού"
- συνώνυμο:
- απομυθοποιώ ,
- εκθέτω
9. Abandon by leaving out in the open air
- "The infant was exposed by the teenage mother"
- "After christmas, many pets get abandoned"
- synonym:
- expose
9. Εγκαταλείψτε φεύγοντας στο ύπαιθρο
- "Το βρέφος εκτέθηκε από την έφηβη μητέρα"
- "Μετά τα χριστούγεννα, πολλά κατοικίδια ζώα εγκαταλείπονται"
- συνώνυμο:
- εκθέτω