Translation meaning & definition of the word "exporter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαγωγέας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exporter
[Εξαγωγέασ]/ɪkspɔrtər/
noun
1. A businessperson who transports goods abroad (for sale)
- synonym:
- exporter
1. Επιχειρηματίας που μεταφέρει εμπορεύματα στο εξωτερικό (προς πώληση)
- συνώνυμο:
- εξαγωγέας