Translation meaning & definition of the word "exploratory" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκθαμβωτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exploratory
[Διερευνητικόσ]/ɪksplɔrətɔri/
adjective
1. Serving in or intended for exploration or discovery
- "An exploratory operation"
- "Exploratory reconnaissance"
- "Digging an exploratory well in the gulf of mexico"
- "Exploratory talks between diplomats"
- synonym:
- exploratory ,
- explorative
1. Εξυπηρέτηση ή προορίζονται για εξερεύνηση ή ανακάλυψη
- "Εξερευνητική επιχείρηση"
- "Εξειδικευμένη αναγνώριση"
- "Ψηφίζοντας ένα εξερευνητικό πηγάδι στον κόλπο του μεξικού"
- "Εξερευνητικές συνομιλίες μεταξύ διπλωματών"
- συνώνυμο:
- διερευνητικόσ ,
- εξηγητικόσ