Translation meaning & definition of the word "exploitation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκμετάλλευση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exploitation
[Εκμετάλλευση]/ɛksplɔɪteʃən/
noun
1. The act of making some area of land or water more profitable or productive or useful
- "The development of alaskan resources"
- "The exploitation of copper deposits"
- synonym:
- exploitation ,
- development
1. Η πράξη να καταστεί κάποια περιοχή γης ή νερού πιο κερδοφόρα ή παραγωγική ή χρήσιμη
- "Η ανάπτυξη των πόρων της αλάσκας"
- "Η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων χαλκού"
- συνώνυμο:
- εκμετάλλευση ,
- ανάπτυξη
2. An act that exploits or victimizes someone (treats them unfairly)
- "Capitalistic exploitation of the working class"
- "Paying blacks less and charging them more is a form of victimization"
- synonym:
- exploitation ,
- victimization ,
- victimisation ,
- using
2. Μια πράξη που εκμεταλλεύεται ή θυματοποιεί κάποιον (τους θεραπεύει άδικα)
- "Καπιταλιστική εκμετάλλευση της εργατικής τάξης"
- "Η πληρωμή των μαύρων λιγότερο και η χρέωσή τους περισσότερο είναι μια μορφή θυματοποίησης"
- συνώνυμο:
- εκμετάλλευση ,
- θυματοποίηση ,
- χρησιμοποιώντασ