Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "exploit" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκμετάλλευση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Exploit

[Εκμεταλλεύομαι]
/ɛksplɔɪt/

noun

1. A notable achievement

  • "He performed a great feat"
  • "The book was her finest effort"
    synonym:
  • feat
  • ,
  • effort
  • ,
  • exploit

1. Ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα

  • "Εκτέλεσε ένα μεγάλο κατόρθωμα"
  • "Το βιβλίο ήταν η καλύτερη προσπάθειά της"
    συνώνυμο:
  • κατόρθωμα
  • ,
  • προσπάθεια
  • ,
  • εκμεταλλεύομαι

verb

1. Use or manipulate to one's advantage

  • "He exploit the new taxation system"
  • "She knows how to work the system"
  • "He works his parents for sympathy"
    synonym:
  • exploit
  • ,
  • work

1. Χρησιμοποιήστε ή χειριστείτε προς όφελος κάποιου

  • "Εκμεταλλεύεται το νέο φορολογικό σύστημα"
  • "Ξέρει πώς να λειτουργήσει το σύστημα"
  • "Εργάζεται τους γονείς του για συμπάθεια"
    συνώνυμο:
  • εκμεταλλεύομαι
  • ,
  • εργασία

2. Draw from

  • Make good use of
  • "We must exploit the resources we are given wisely"
    synonym:
  • exploit
  • ,
  • tap

2. Παίρνω από

  • Αξιοποιώ καλά το
  • "Πρέπει να εκμεταλλευτούμε τους πόρους που μας δίνονται με σύνεση"
    συνώνυμο:
  • εκμεταλλεύομαι
  • ,
  • πατήστε

3. Work excessively hard

  • "He is exploiting the students"
    synonym:
  • overwork
  • ,
  • exploit

3. Δουλεύω υπερβολικά σκληρά

  • "Εκμεταλλεύεται τους μαθητές"
    συνώνυμο:
  • υπερβολική εργασία
  • ,
  • εκμεταλλεύομαι