Translation meaning & definition of the word "explode" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "εκρήγνυται" στην ελληνική γλώσσα
Explode
[Εκρήγνυται]verb
1. Cause to burst with a violent release of energy
- "We exploded the nuclear bomb"
- synonym:
- explode ,
- detonate ,
- blow up ,
- set off
1. Αιτία να σκάσει με μια βίαιη απελευθέρωση ενέργειας
- "Εκραγαμε την πυρηνικη βομβα"
- συνώνυμο:
- εκρήγνυται ,
- ανατινάξτε ,
- πυροδοτώ
2. Burst outward, usually with noise
- "The champagne bottle exploded"
- synonym:
- explode ,
- burst
2. Σκάστε προς τα έξω, συνήθως με θόρυβο
- "Έσκασε το μπουκάλι της σαμπάνιας"
- συνώνυμο:
- εκρήγνυται ,
- έκρηξη
3. Show a violent emotional reaction
- "The boss exploded when he heard of the resignation of the secretary"
- synonym:
- explode
3. Δείξτε μια βίαιη συναισθηματική αντίδραση
- "Το αφεντικό εξερράγη όταν άκουσε για την παραίτηση του γραμματέα"
- συνώνυμο:
- εκρήγνυται
4. Be unleashed
- Emerge with violence or noise
- "His anger exploded"
- synonym:
- explode ,
- burst forth ,
- break loose
4. Απελευθερώνομαι
- Αναδυθείτε με βία ή θόρυβο
- "Ο θυμός του εξερράγη"
- συνώνυμο:
- εκρήγνυται ,
- ξεσπώ ,
- ξεφεύγω
5. Destroy by exploding
- "The enemy exploded the bridge"
- synonym:
- explode
5. Καταστρέψτε με έκρηξη
- "Ο εχθρός εξερράγη τη γέφυρα"
- συνώνυμο:
- εκρήγνυται
6. Cause to burst as a result of air pressure
- Of stop consonants like /p/, /t/, and /k/
- synonym:
- explode
6. Αιτία να σκάσει ως αποτέλεσμα της πίεσης του αέρα
- Από σύμφωνα στάσης όπως /p/, /t/ και /k/
- συνώνυμο:
- εκρήγνυται
7. Drive from the stage by noisy disapproval
- synonym:
- explode
7. Οδηγήστε από τη σκηνή με θορυβώδη αποδοκιμασία
- συνώνυμο:
- εκρήγνυται
8. Show (a theory or claim) to be baseless, or refute and make obsolete
- synonym:
- explode
8. Δείξτε (μια θεωρία ή ισχυρισμό) ότι είναι αβάσιμη, ή διαψεύδει και καθιστά παρωχημένη
- συνώνυμο:
- εκρήγνυται
9. Burst and release energy as through a violent chemical or physical reaction
- "The bomb detonated at noon"
- "The molotov cocktail exploded"
- synonym:
- detonate ,
- explode ,
- blow up
9. Σκάστε και απελευθερώστε ενέργεια όπως μέσω μιας βίαιης χημικής ή φυσικής αντίδρασης
- "Η βόμβα πυροδοτήθηκε το μεσημέρι"
- "Έσκασε η μολότοφ"
- συνώνυμο:
- εκρήγνυται ,
- ανατινάξτε
10. Increase rapidly and in an uncontrolled manner
- "The population of india is exploding"
- "The island's rodent population irrupted"
- synonym:
- explode ,
- irrupt
10. Αυξήστε γρήγορα και με ανεξέλεγκτο τρόπο
- "Ο πληθυσμός της ινδίας εκρήγνυται"
- "Ο πληθυσμός των τρωκτικών του νησιού αναστατώθηκε"
- συνώνυμο:
- εκρήγνυται ,
- αναστατωμένος