Translation meaning & definition of the word "expiate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαφανίστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Expiate
[Εκλιπαρώ]/ɛkspiet/
verb
1. Make amends for
- "Expiate one's sins"
- synonym:
- expiate ,
- aby ,
- abye ,
- atone
1. Επανορθώνω
- "Εξαφανίστε τις αμαρτίες κάποιου"
- συνώνυμο:
- εξορίζω ,
- άβι ,
- αβυσσαλέασ ,
- ατονώ
Examples of using
If you made a mistake, then overcome your shame, try to expiate your fault.
Αν κάνατε κάποιο λάθος, τότε ξεπεράστε την ντροπή σας, προσπαθήστε να απαλλαγείτε από το λάθος σας.