Translation meaning & definition of the word "experience" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπειρία" στην ελληνική γλώσσα
Experience
[Εμπειρία]noun
1. The accumulation of knowledge or skill that results from direct participation in events or activities
- "A man of experience"
- "Experience is the best teacher"
- synonym:
- experience
1. Η συσσώρευση γνώσεων ή δεξιοτήτων που προκύπτει από την άμεση συμμετοχή σε εκδηλώσεις ή δραστηριότητες
- "Ένας άνθρωπος της εμπειρίας"
- "Η εμπειρία είναι ο καλύτερος δάσκαλος"
- συνώνυμο:
- εμπειρία
2. The content of direct observation or participation in an event
- "He had a religious experience"
- "He recalled the experience vividly"
- synonym:
- experience
2. Το περιεχόμενο της άμεσης παρατήρησης ή συμμετοχής σε εκδήλωση
- "Είχε μια θρησκευτική εμπειρία"
- "Θυμήθηκε την εμπειρία έντονα"
- συνώνυμο:
- εμπειρία
3. An event as apprehended
- "A surprising experience"
- "That painful experience certainly got our attention"
- synonym:
- experience
3. Ένα γεγονός όπως συνελήφθη
- "Μια εκπληκτική εμπειρία"
- "Αυτή η οδυνηρή εμπειρία τράβηξε την προσοχή μας"
- συνώνυμο:
- εμπειρία
verb
1. Go or live through
- "We had many trials to go through"
- "He saw action in viet nam"
- synonym:
- experience ,
- see ,
- go through
1. Πηγαίνετε ή ζήστε
- "Είχαμε πολλές δοκιμασίες να περάσουμε"
- "Είδε δράση στο βιετνάμ"
- συνώνυμο:
- εμπειρία ,
- βλέπω ,
- περνώ
2. Have firsthand knowledge of states, situations, emotions, or sensations
- "I know the feeling!"
- "Have you ever known hunger?"
- "I have lived a kind of hell when i was a drug addict"
- "The holocaust survivors have lived a nightmare"
- "I lived through two divorces"
- synonym:
- know ,
- experience ,
- live
2. Έχουν από πρώτο χέρι γνώση καταστάσεων, καταστάσεων, συναισθημάτων ή αισθήσεων
- "Ξέρω το συναίσθημα!"
- "Έχετε γνωρίσει ποτέ την πείνα?"
- "Έχω ζήσει ένα είδος κόλασης όταν ήμουν ναρκομανής"
- "Οι επιζώντες του ολοκαυτώματος έχουν ζήσει έναν εφιάλτη"
- "Ζούσα μέσα από δύο διαζύγια"
- συνώνυμο:
- ξέρω ,
- εμπειρία ,
- ζωντανόσ
3. Go through (mental or physical states or experiences)
- "Get an idea"
- "Experience vertigo"
- "Get nauseous"
- "Receive injuries"
- "Have a feeling"
- synonym:
- experience ,
- receive ,
- have ,
- get
3. Πηγαίνετε μέσω (-μυστικές ή φυσικές καταστάσεις ή εμπειρίες)
- "Πάρε μια ιδέα"
- "Ίλιγγος εμπειρίας"
- "Πάρτε ναυτία"
- "Λήψη τραυματισμών"
- "Έχετε ένα συναίσθημα"
- συνώνυμο:
- εμπειρία ,
- λαμβάνω ,
- έχω ,
- παίρνω
4. Undergo an emotional sensation or be in a particular state of mind
- "She felt resentful"
- "He felt regret"
- synonym:
- feel ,
- experience
4. Υποβάλλονται σε μια συναισθηματική αίσθηση ή να είναι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση του μυαλού
- "Ένιωσε δυσαρέσκεια"
- "Μετάνιωσε"
- συνώνυμο:
- αισθάνομαι ,
- εμπειρία
5. Undergo
- "The stocks had a fast run-up"
- synonym:
- have ,
- experience
5. Υποβάλλομαι
- "Τα αποθέματα είχαν ταχεία επανάληψη"
- συνώνυμο:
- έχω ,
- εμπειρία