Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "expense" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "έξοδο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Expense

[Λήγει]
/ɪkspɛns/

noun

1. Amounts paid for goods and services that may be currently tax deductible (as opposed to capital expenditures)

    synonym:
  • expense
  • ,
  • disbursal
  • ,
  • disbursement

1. Ποσά που καταβάλλονται για αγαθά και υπηρεσίες που μπορεί να είναι επί του παρόντος φορολογικά εκπιπτόμενα ( σε αντίθεση

    συνώνυμο:
  • δαπάνη
  • ,
  • εκταμιεύσεωσ
  • ,
  • εκταμίευση

2. A detriment or sacrifice

  • "At the expense of"
    synonym:
  • expense

2. Εις βάρος ή θυσία

  • "Σε βάρος" του"
    συνώνυμο:
  • δαπάνη

3. Money spent to perform work and usually reimbursed by an employer

  • "He kept a careful record of his expenses at the meeting"
    synonym:
  • expense

3. Χρήματα που δαπανώνται για την εκτέλεση της εργασίας και συνήθως επιστρέφονται από έναν εργοδότη

  • "Τήρησε προσεκτικό αρχείο των εξόδων του στη συνάντηση"
    συνώνυμο:
  • δαπάνη

verb

1. Reduce the estimated value of something

  • "For tax purposes you can write off the laser printer"
    synonym:
  • expense
  • ,
  • write off
  • ,
  • write down

1. Μειώστε την εκτιμώμενη αξία του κάτι

  • "Για φορολογικούς σκοπούς μπορείτε να διαγράψετε τον εκτυπωτή λέιζερ"
    συνώνυμο:
  • δαπάνη
  • ,
  • διαγράφω
  • ,
  • γράφω

Examples of using

Tom was caught padding his expense account.
Ο Τομ πιάστηκε να παίρνει τον λογαριασμό του.
We had a good laugh at Tom's expense.
Είχαμε ένα καλό γέλιο με έξοδα του Τομ.
Please don't go to any expense on my account.
Παρακαλώ μην πάτε σε οποιαδήποτε δαπάνη στο λογαριασμό μου.