Translation meaning & definition of the word "expansive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επεκτατική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Expansive
[Επεκτατική]/ɪkspænsɪv/
adjective
1. Able or tending to expand or characterized by expansion
- "Expansive materials"
- "The expansive force of fire"
- synonym:
- expansive
1. Ικανό ή τείνει να επεκτείνεται ή να χαρακτηρίζεται από επέκταση
- "Εξαιρετικά υλικά"
- "Η επεκτατική δύναμη της φωτιάς"
- συνώνυμο:
- επεκτατική
2. Of behavior that is impressive and ambitious in scale or scope
- "An expansive lifestyle"
- "In the grand manner"
- "Collecting on a grand scale"
- "Heroic undertakings"
- synonym:
- expansive ,
- grand ,
- heroic
2. Συμπεριφοράς που είναι εντυπωσιακή και φιλόδοξη σε κλίμακα ή πεδίο εφαρμογής
- "Επεκτατικός τρόπος ζωής"
- "Με τον μεγάλο τρόπο"
- "Συλλογή σε μεγάλη κλίμακα"
- "Ηρωικές επιχειρήσεις"
- συνώνυμο:
- επεκτατική ,
- μεγάλος ,
- ηρωικός
3. Marked by exaggerated feelings of euphoria and delusions of grandeur
- synonym:
- expansive
3. Χαρακτηρίζεται από υπερβολικά συναισθήματα ευφορίας και αυταπάτες του μεγαλείου
- συνώνυμο:
- επεκτατική
4. Friendly and open and willing to talk
- "Wine made the guest expansive"
- synonym:
- expansive ,
- talkative
4. Φιλικό και ανοιχτό και πρόθυμο να μιλήσει
- "Το κρασί έκανε τον επισκέπτη επεκτατικό"
- συνώνυμο:
- επεκτατική ,
- ομιλητικόσ