Translation meaning & definition of the word "expansionist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαναστάτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Expansionist
[Επεκτατικόσ]/ɪkspænʃənɪst/
adjective
1. Of or involving or guided by expansionism
- synonym:
- expansionist
1. Από ή που εμπλέκονται ή καθοδηγούνται από τον επεκτατισμό
- συνώνυμο:
- επεκτατική