Translation meaning & definition of the word "exotic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξωτικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exotic
[Εξωτικά]/ɪgzɑtɪk/
adjective
1. Being or from or characteristic of another place or part of the world
- "Alien customs"
- "Exotic plants in a greenhouse"
- "Exotic cuisine"
- synonym:
- alien ,
- exotic
1. Όντας ή από ή χαρακτηριστικό ενός άλλου τόπου ή μέρους του κόσμου
- "Αλλοδαπά έθιμα"
- "Εξωτικά φυτά σε ένα θερμοκήπιο"
- "Εξωτική κουζίνα"
- συνώνυμο:
- αλλοδαπός ,
- εξωτικός
2. Strikingly strange or unusual
- "An exotic hair style"
- "Protons, neutrons, electrons and all their exotic variants"
- "The exotic landscape of a dead planet"
- synonym:
- exotic
2. Εντυπωσιακά παράξενο ή ασυνήθιστο
- "Ένα εξωτικό στυλ μαλλιών"
- "Πρωτόνια, νετρόνια, ηλεκτρόνια και όλες οι εξωτικές παραλλαγές τους"
- "Το εξωτικό τοπίο ενός νεκρού πλανήτη"
- συνώνυμο:
- εξωτικός