Translation meaning & definition of the word "exorcist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξορκιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exorcist
[Εξορκιστής]/ɛksərsəst/
noun
1. One of the minor orders in the unreformed western church but now suppressed in the roman catholic church
- synonym:
- exorcist
1. Μία από τις μικρές εντολές στην μη αναμορφωμένη δυτική εκκλησία, αλλά τώρα καταστέλλεται στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία
- συνώνυμο:
- εξορκιστής
2. Someone who practices exorcism
- synonym:
- exorcist ,
- exorciser
2. Κάποιος που ασκεί εξορκισμό
- συνώνυμο:
- εξορκιστής ,
- εξορκιστήσ