Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "existent" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ύπαρξη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Existent

[Υπάρχων]
/ɛgzɪstənt/

adjective

1. Having existence or being or actuality

  • "An attempt to refine the existent machinery to make it more efficient"
  • "Much of the beluga caviar existing in the world is found in the soviet union and iran"
    synonym:
  • existent
  • ,
  • existing

1. Ύπαρξη ή ύπαρξη ή πραγματικότητα

  • "Μια προσπάθεια να βελτιωθούν τα υπάρχοντα μηχανήματα για να γίνει πιο αποτελεσματική"
  • "Μεγάλο μέρος του χαβιαριού που υπάρχει στον κόσμο βρίσκεται στη σοβιετική ένωση και το ιράν"
    συνώνυμο:
  • υπάρχων
  • ,
  • υπάρχον

2. Being or occurring in fact or actuality

  • Having verified existence
  • Not illusory
  • "Real objects"
  • "Real people
  • Not ghosts"
  • "A film based on real life"
  • "A real illness"
  • "Real humility"
  • "Life is real! life is earnest!"- longfellow
    synonym:
  • real
  • ,
  • existent

2. Είναι ή συμβαίνει στην πραγματικότητα ή την πραγματικότητα

  • Έχοντας επαληθεύσει την ύπαρξη
  • Όχι απατηλός
  • "Πραγματικά αντικείμενα"
  • "Πραγματικοί άνθρωποι
  • Όχι φαντάσματα"
  • "Μια ταινία βασισμένη στην πραγματική ζωή"
  • "Πραγματική ασθένεια"
  • "Αληθινή ταπεινότητα"
  • "Η ζωή είναι αληθινή! η ζωή είναι σοβαρή!"- μακριά
    συνώνυμο:
  • πραγματικός
  • ,
  • υπάρχων

3. Presently existing in fact and not merely potential or possible

  • "The predicted temperature and the actual temperature were markedly different"
  • "Actual and imagined conditions"
    synonym:
  • actual
  • ,
  • existent

3. Προς το παρόν υπάρχουν στην πραγματικότητα και όχι απλώς δυνητικές ή δυνατές

  • "Η προβλεπόμενη θερμοκρασία και η πραγματική θερμοκρασία ήταν σημαντικά διαφορετικές"
  • "Πραγματικές και φανταστικές συνθήκες"
    συνώνυμο:
  • πραγματικός
  • ,
  • υπάρχων