Translation meaning & definition of the word "exile" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξόριστος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exile
[Εξορία]/ɛgzaɪl/
noun
1. A person who is voluntarily absent from home or country
- "American expatriates"
- synonym:
- exile ,
- expatriate ,
- expat
1. Ένα άτομο που απουσιάζει οικειοθελώς από το σπίτι ή τη χώρα
- "Αμερικανοί ομογενείς"
- συνώνυμο:
- εξορία ,
- εκπατρίζω ,
- εξαπάτηση
2. A person who is expelled from home or country by authority
- synonym:
- exile ,
- deportee
2. Ένα άτομο που αποβάλλεται από το σπίτι ή τη χώρα από την εξουσία
- συνώνυμο:
- εξορία ,
- απελαθέντα
3. The act of expelling a person from their native land
- "Men in exile dream of hope"
- "His deportation to a penal colony"
- "The expatriation of wealthy farmers"
- "The sentence was one of transportation for life"
- synonym:
- exile ,
- deportation ,
- expatriation ,
- transportation
3. Η πράξη της απέλασης ενός ατόμου από τη γη του
- "Οι άνδρες στην εξορία ονειρεύονται την ελπίδα"
- "Η απέλασή του σε ποινική αποικία"
- "Ο εκπατρισμός των πλούσιων αγροτών"
- "Η ποινή ήταν μεταφορά για τη ζωή"
- συνώνυμο:
- εξορία ,
- απέλαση ,
- εκπατρισμός ,
- μεταφορά
verb
1. Expel from a country
- "The poet was exiled because he signed a letter protesting the government's actions"
- synonym:
- expatriate ,
- deport ,
- exile
1. Απελαύνονται από μια χώρα
- "Ο ποιητής εξορίστηκε επειδή υπέγραψε μια επιστολή διαμαρτυρόμενος για τις ενέργειες της κυβέρνησης"
- συνώνυμο:
- εκπατρίζω ,
- απέλαση ,
- εξορία
Examples of using
The criminal was sent into exile.
Ο εγκληματίας είχε σταλεί στην εξορία.