Translation meaning & definition of the word "exigent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξειδικευμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exigent
[Υπερβολικός]/ɛksɪʤənt/
adjective
1. Demanding attention
- "Clamant needs"
- "A crying need"
- "Regarded literary questions as exigent and momentous"- h.l.mencken
- "Insistent hunger"
- "An instant need"
- synonym:
- clamant ,
- crying ,
- exigent ,
- insistent ,
- instant
1. Απαιτητική προσοχή
- "Ανάγκες προσωρινών συμφερόντων"
- "Μια ανάγκη κλάματος"
- "Καταγεγραμμένα λογοτεχνικά ερωτήματα ως απαιτητικά και σημαντικά" - χ.λ.μενκεν
- "Ανθεκτική πείνα"
- "Στιγμιαία ανάγκη"
- συνώνυμο:
- κραυγαλέοσ ,
- κλάμα ,
- απαιτητικός ,
- επίμονος ,
- άμεση
2. Requiring precise accuracy
- "An exacting job"
- "Became more exigent over his pronunciation"
- synonym:
- exigent ,
- exacting
2. Απαιτεί ακριβή ακρίβεια
- "Απαιτητική δουλειά"
- "Γινε πιο απαιτητικός για την προφορά του"
- συνώνυμο:
- απαιτητικός ,
- απαιτητικόσ