Translation meaning & definition of the word "exhilaration" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευχαρίστηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exhilaration
[Χαρά]/ɪgzɪləreʃən/
noun
1. The feeling of lively and cheerful joy
- "He could hardly conceal his excitement when she agreed"
- synonym:
- exhilaration ,
- excitement
1. Το αίσθημα της ζωντανής και χαρούμενης χαράς
- "Δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του όταν συμφώνησε"
- συνώνυμο:
- χαρά ,
- ενθουσιασμός