Translation meaning & definition of the word "exhilarating" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συναρπαστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exhilarating
[Συναρπαστικό]/ɪgzɪləretɪŋ/
adjective
1. Making lively and cheerful
- "The exhilarating effect of mountain air"
- synonym:
- exhilarating ,
- stimulating
1. Κάνοντας ζωντανό και χαρούμενο
- "Η συναρπαστική επίδραση του αέρα του βουνού"
- συνώνυμο:
- συναρπαστικός ,
- τόνωση
2. Making lively and joyful
- synonym:
- elating ,
- exhilarating
2. Κάνοντας ζωντανό και χαρούμενο
- συνώνυμο:
- εκλεπτύνω ,
- συναρπαστικός