Translation meaning & definition of the word "exhausting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξάντληση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exhausting
[Εξαντλώ]/ɪgzɔstɪŋ/
adjective
1. Having a debilitating effect
- "An exhausting job in the hot sun"
- synonym:
- draining ,
- exhausting
1. Έχοντας εξουθενωτικό αποτέλεσμα
- "Μια εξαντλητική δουλειά στον καυτό ήλιο"
- συνώνυμο:
- αποστράγγιση ,
- εξάντληση
2. Producing exhaustion
- "An exhausting march"
- "The visit was especially wearing"
- synonym:
- exhausting ,
- tiring ,
- wearing ,
- wearying
2. Παραγωγή εξάντλησης
- "Μια εξαντλητική πορεία"
- "Η επίσκεψη φορούσε ιδιαίτερα"
- συνώνυμο:
- εξάντληση ,
- κουραστικόσ ,
- φορώντασ ,
- κουρασμένος
Examples of using
Would you look at that! After a long and exhausting quest I finally managed to find the mythical Scroll of Swordsmanship.
Θα το κοιτάξετε αυτό! Μετά από μια μακρά και εξαντλητική αναζήτηση κατάφερα τελικά να βρω το μυθικό Καταφύγιο της Σπαζοκαλλιέργειας.