Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "exhausted" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαντλημένη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Exhausted

[Εξαντλημένο]
/ɪgzɔstɪd/

adjective

1. Drained of energy or effectiveness

  • Extremely tired
  • Completely exhausted
  • "The day's shopping left her exhausted"
  • "He went to bed dog-tired"
  • "Was fagged and sweaty"
  • "The trembling of his played out limbs"
  • "Felt completely washed-out"
  • "Only worn-out horses and cattle"
  • "You look worn out"
    synonym:
  • exhausted
  • ,
  • dog-tired
  • ,
  • fagged
  • ,
  • fatigued
  • ,
  • played out
  • ,
  • spent
  • ,
  • washed-out
  • ,
  • worn-out(a)
  • ,
  • worn out(p)

1. Αποστράγγιση ενέργειας ή αποτελεσματικότητας

  • Εξαιρετικά κουρασμένος
  • Εντελώς εξαντλημένος
  • "Τα ψώνια της ημέρας την άφησαν εξαντλημένη"
  • "Πήγε στο κρεβάτι κουρασμένος από σκύλο"
  • "Ήταν φουσκωμένος και ιδρωμένος"
  • "Το τρέμουλο των παιγμένων άκρων του"
  • "Ένιωσα εντελώς ξεπλυμένος"
  • "Μόνο φθαρμένα άλογα και βοοειδή"
  • "Φαίνεσαι φθαρμένος"
    συνώνυμο:
  • εξαντλημένος
  • ,
  • κουρασμένος από σκύλο
  • ,
  • φαγκαλιά
  • ,
  • κουρασμένος
  • ,
  • έπαιξε
  • ,
  • δαπανημένοσ
  • ,
  • ξεπλένω
  • ,
  • φθαρμένο-ουτ(-)
  • ,
  • φθαρμένο(π)

2. Depleted of energy, force, or strength

  • "Impossible to grow tobacco on the exhausted soil"
  • "The exhausted food sources"
  • "Exhausted oil wells"
    synonym:
  • exhausted
  • ,
  • spent

2. Εξαντλημένη ενέργεια, δύναμη ή δύναμη

  • "Αδύνατο να καλλιεργηθεί καπνός στο εξαντλημένο έδαφος"
  • "Οι εξαντλημένες πηγές τροφίμων"
  • "Εξαντλημένα πηγάδια πετρελαίου"
    συνώνυμο:
  • εξαντλημένος
  • ,
  • δαπανημένοσ

3. Drained physically

  • "The day's events left her completely exhausted--her strength drained"
    synonym:
  • exhausted

3. Στραγγισμένος σωματικά

  • "Τα γεγονότα της ημέρας την άφησαν εντελώς εξαντλημένη-η δύναμή της στραγγισμένη"
    συνώνυμο:
  • εξαντλημένος

Examples of using

Having worked all day, you must be exhausted.
Έχοντας εργαστεί όλη την ημέρα, πρέπει να εξαντληθεί.
Tom said he was utterly exhausted.
Ο Τομ είπε ότι ήταν εντελώς εξαντλημένος.
Tom said he was completely exhausted.
Ο Τομ είπε ότι ήταν εντελώς εξαντλημένος.