Translation meaning & definition of the word "exert" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμφάνιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exert
[Προτείνω]/ɪgzərt/
verb
1. Put to use
- "Exert one's power or influence"
- synonym:
- exert ,
- exercise
1. Χρησιμοποιώ
- "Αποκτήστε τη δύναμη ή την επιρροή κάποιου"
- συνώνυμο:
- ασκώ ,
- άσκηση
2. Have and exercise
- "Wield power and authority"
- synonym:
- wield ,
- exert ,
- maintain
2. Πάρτε και ασκηθείτε
- "Αποκτήστε δύναμη και εξουσία"
- συνώνυμο:
- απόδοση ,
- ασκώ ,
- διατηρώ
3. Make a great effort at a mental or physical task
- "Exert oneself"
- synonym:
- exert
3. Κάντε μια μεγάλη προσπάθεια σε μια ψυχική ή σωματική εργασία
- "Εκτελέστε τον εαυτό σας"
- συνώνυμο:
- ασκώ
Examples of using
You don't exert yourself much.
Δεν ασκείστε πολύ.
You don't exert yourself much.
Δεν ασκείστε πολύ.