Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "exercise" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άσκηση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Exercise

[Άσκηση]
/ɛksərsaɪz/

noun

1. The activity of exerting your muscles in various ways to keep fit

  • "The doctor recommended regular exercise"
  • "He did some exercising"
  • "The physical exertion required by his work kept him fit"
    synonym:
  • exercise
  • ,
  • exercising
  • ,
  • physical exercise
  • ,
  • physical exertion
  • ,
  • workout

1. Η δραστηριότητα της άσκησης των μυών σας με διάφορους τρόπους για να διατηρηθεί σε φόρμα

  • "Ο γιατρός συνέστησε τακτική άσκηση"
  • "Έκανε κάποια άσκηση"
  • "Η σωματική άσκηση που απαιτείται από το έργο του τον κράτησε σε φόρμα"
    συνώνυμο:
  • άσκηση
  • ,
  • σωματική άσκηση
  • ,
  • προπόνηση

2. The act of using

  • "He warned against the use of narcotic drugs"
  • "Skilled in the utilization of computers"
    synonym:
  • use
  • ,
  • usage
  • ,
  • utilization
  • ,
  • utilisation
  • ,
  • employment
  • ,
  • exercise

2. Η πράξη της χρήσης

  • "Προειδοποίησε κατά της χρήσης ναρκωτικών"
  • "Ειδικευμένος στη χρήση των υπολογιστών"
    συνώνυμο:
  • χρησιμοποιώ
  • ,
  • χρήση
  • ,
  • χρησιμοποίηση
  • ,
  • απασχόληση
  • ,
  • άσκηση

3. Systematic training by multiple repetitions

  • "Practice makes perfect"
    synonym:
  • exercise
  • ,
  • practice
  • ,
  • drill
  • ,
  • practice session
  • ,
  • recitation

3. Συστηματική εκπαίδευση με πολλαπλές επαναλήψεις

  • "Η πρακτική κάνει τέλεια"
    συνώνυμο:
  • άσκηση
  • ,
  • πρακτική
  • ,
  • τρυπάνι
  • ,
  • πρακτική συνεδρία
  • ,
  • απαγγελία

4. A task performed or problem solved in order to develop skill or understanding

  • "You must work the examples at the end of each chapter in the textbook"
    synonym:
  • exercise
  • ,
  • example

4. Μια εργασία που εκτελείται ή ένα πρόβλημα που λύνεται για να αναπτύξει την ικανότητα ή την κατανόηση

  • "Πρέπει να εργαστείτε με τα παραδείγματα στο τέλος κάθε κεφαλαίου στο βιβλίο"
    συνώνυμο:
  • άσκηση
  • ,
  • παράδειγμα

5. (usually plural) a ceremony that involves processions and speeches

  • "Academic exercises"
    synonym:
  • exercise

5. (συνήθως πλουρα) μια τελετή που περιλαμβάνει πομπές και ομιλίες

  • "Ακαδημαϊκές ασκήσεις"
    συνώνυμο:
  • άσκηση

verb

1. Put to use

  • "Exert one's power or influence"
    synonym:
  • exert
  • ,
  • exercise

1. Χρησιμοποιώ

  • "Αποκτήστε τη δύναμη ή την επιρροή κάποιου"
    συνώνυμο:
  • ασκώ
  • ,
  • άσκηση

2. Carry out or practice

  • As of jobs and professions
  • "Practice law"
    synonym:
  • practice
  • ,
  • practise
  • ,
  • exercise
  • ,
  • do

2. Εκτελέστε ή εξασκηθείτε

  • Από τις θέσεις εργασίας και τα επαγγέλματα
  • "Νόμος πρακτικής"
    συνώνυμο:
  • πρακτική
  • ,
  • εξάσκηση
  • ,
  • άσκηση
  • ,
  • κάνω

3. Give a workout to

  • "Some parents exercise their infants"
  • "My personal trainer works me hard"
  • "Work one's muscles"
  • "This puzzle will exercise your mind"
    synonym:
  • exercise
  • ,
  • work
  • ,
  • work out

3. Προπόνηση για

  • "Κάποιοι γονείς ασκούν τα παιδιά τους"
  • "Ο προσωπικός μου εκπαιδευτής με δουλεύει σκληρά"
  • "Εργαστείτε τους μυς"
  • "Αυτό το παζλ θα ασκήσει το μυαλό σας"
    συνώνυμο:
  • άσκηση
  • ,
  • εργασία
  • ,
  • εργάζομαι

4. Do physical exercise

  • "She works out in the gym every day"
    synonym:
  • exercise
  • ,
  • work out

4. Κάντε σωματική άσκηση

  • "Γυμνάζεται στο γυμναστήριο κάθε μέρα"
    συνώνυμο:
  • άσκηση
  • ,
  • εργάζομαι

5. Learn by repetition

  • "We drilled french verbs every day"
  • "Pianists practice scales"
    synonym:
  • drill
  • ,
  • exercise
  • ,
  • practice
  • ,
  • practise

5. Μάθετε με την επανάληψη

  • "Τρυπήσαμε γαλλικά ρήματα κάθε μέρα"
  • "Οι πιανίστες ασκούν κλίμακες"
    συνώνυμο:
  • τρυπάνι
  • ,
  • άσκηση
  • ,
  • πρακτική
  • ,
  • εξάσκηση

Examples of using

Do you like to exercise?
Σας αρέσει να ασκείστε?
The best way to get rid of stress is to do a little exercise.
Ο καλύτερος τρόπος για να απαλλαγείτε από το άγχος είναι να κάνετε μια μικρή άσκηση.
I feel the need for a little exercise.
Νιώθω την ανάγκη για λίγη άσκηση.