Translation meaning & definition of the word "exemption" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "εξαίρεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exemption
[Απαλλαγή]/ɪgzɛmpʃən/
noun
1. Immunity from an obligation or duty
- synonym:
- exemption ,
- freedom
1. Ασυλία από υποχρέωση ή καθήκον
- συνώνυμο:
- απαλλαγή ,
- ελευθερία
2. A deduction allowed to a taxpayer because of his status (having certain dependents or being blind or being over 65 etc.)
- "Additional exemptions are allowed for each dependent"
- synonym:
- exemption
2. Έκπτωση που επιτρέπεται σε φορολογούμενο λόγω της ιδιότητάς του (να έχει ορισμένα εξαρτώμενα άτομα ή να είναι τυφλός ή να είναι άνω των 65 ετών π)
- "Επιτρέπονται πρόσθετες εξαιρέσεις για κάθε εξαρτώμενο"
- συνώνυμο:
- απαλλαγή
3. An act exempting someone
- "He was granted immunity from prosecution"
- synonym:
- exemption ,
- immunity ,
- granting immunity
3. Μια πράξη που απαλλάσσει κάποιον
- "Του χορηγήθηκε ασυλία από δίωξη"
- συνώνυμο:
- απαλλαγή ,
- ανοσία ,
- χορήγηση ασυλίας