Translation meaning & definition of the word "exempt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαίρεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exempt
[Εξαιρείται]/ɪgzɛmpt/
verb
1. Grant relief or an exemption from a rule or requirement to
- "She exempted me from the exam"
- synonym:
- exempt ,
- relieve ,
- free
1. Ανακούφιση επιχορήγησης ή εξαίρεση από έναν κανόνα ή απαίτηση για
- "Με εξαίρεσε από τις εξετάσεις"
- συνώνυμο:
- απαλλαγμένος ,
- ανακουφίζω ,
- δωρεάν
2. Grant exemption or release to
- "Please excuse me from this class"
- synonym:
- excuse ,
- relieve ,
- let off ,
- exempt
2. Εξαίρεση ή αποδέσμευση επιχορήγησης
- "Σε παρακαλώ συγχωρέστε με από αυτή την τάξη"
- συνώνυμο:
- δικαιολογία ,
- ανακουφίζω ,
- αποφεύγω ,
- απαλλαγμένος
adjective
1. (of persons) freed from or not subject to an obligation or liability (as e.g. taxes) to which others or other things are subject
- "A beauty somehow exempt from the aging process"
- "Exempt from jury duty"
- "Only the very poorest citizens should be exempt from income taxes"
- synonym:
- exempt
1. Το ( των ατόμων) απελευθερώνεται ή δεν υπόκειται σε υποχρέωση ή ευθύνη (π.χ. φόροι) στους οποίους υπόκεινται άλλα ή άλλα
- "Μια ομορφιά κάπως εξαιρείται από τη διαδικασία γήρανσης"
- "Απαλλαγή από το καθήκον της κριτικής επιτροπής"
- "Μόνο οι φτωχότεροι πολίτες θα πρέπει να απαλλάσσονται από τους φόρους εισοδήματος"
- συνώνυμο:
- απαλλαγμένος
2. (of goods or funds) not subject to taxation
- "The funds of nonprofit organizations are nontaxable"
- "Income exempt from taxation"
- synonym:
- nontaxable ,
- exempt
2. (αγαθών ή κεφαλαίων) δεν υπόκειται σε φορολογία
- "Τα κεφάλαια των μη κερδοσκοπικών οργανισμών είναι μη φορολογητέα"
- "Το εισόδημα εξαιρείται από τη φορολογία"
- συνώνυμο:
- μη φορολογητέο ,
- απαλλαγμένος
Examples of using
He is exempt from the military service.
Εξαιρείται από τη στρατιωτική θητεία.