Translation meaning & definition of the word "exemplary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραδειγματική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exemplary
[Υποδειγματικός]/ɪgzɛmpləri/
adjective
1. Worthy of imitation
- "Exemplary behavior"
- "Model citizens"
- synonym:
- exemplary ,
- model(a)
1. Αξίζει μίμηση
- "Παραδειγματική συμπεριφορά"
- "Μοντέλο πολιτών"
- συνώνυμο:
- υποδειγματικός ,
- μοντέλο(
2. Being or serving as an illustration of a type
- "The free discussion that is emblematic of democracy"
- "An action exemplary of his conduct"
- synonym:
- emblematic ,
- exemplary ,
- typic
2. Όντας ή υπηρετούν ως απεικόνιση ενός τύπου
- "Η ελεύθερη συζήτηση που είναι εμβληματική της δημοκρατίας"
- "Μια παραδειγματική δράση της συμπεριφοράς του"
- συνώνυμο:
- εμβληματικόσ ,
- υποδειγματικός ,
- τυπικός
3. Serving to warn
- "Shook a monitory finger at him"
- "An exemplary jail sentence"
- synonym:
- admonitory ,
- cautionary ,
- exemplary ,
- monitory ,
- warning(a)
3. Υπηρετώντας για να προειδοποιήσει
- "Έβαλε ένα δάχτυλο ελέγχου σε αυτόν"
- "Υποδειγματική ποινή φυλάκισης"
- συνώνυμο:
- αντιπαράθεση ,
- προειδοποιητικόσ ,
- υποδειγματικός ,
- ελεγκτικόσ ,
- προειδοποίηση(