Translation meaning & definition of the word "exemplar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παράδειγμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exemplar
[Υπόδειγμα]/ɪgzɛmplɑr/
noun
1. Something to be imitated
- "An exemplar of success"
- "A model of clarity"
- "He is the very model of a modern major general"
- synonym:
- exemplar ,
- example ,
- model ,
- good example
1. Κάτι που πρέπει να μιμηθεί
- "Ένα υπόδειγμα επιτυχίας"
- "Ένα μοντέλο σαφήνειας"
- "Είναι το μοντέλο ενός σύγχρονου μεγάλου στρατηγού"
- συνώνυμο:
- υποδειγματικόσ ,
- παράδειγμα ,
- μοντέλο ,
- καλό παράδειγμα