Translation meaning & definition of the word "executive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκτελεστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Executive
[Εκτελεστικός]/ɪgzɛkjətɪv/
noun
1. A person responsible for the administration of a business
- synonym:
- executive ,
- executive director
1. Πρόσωπο υπεύθυνο για τη διοίκηση μιας επιχείρησης
- συνώνυμο:
- εκτελεστικόσ ,
- εκτελεστικός διευθυντής
2. Persons who administer the law
- synonym:
- executive
2. Πρόσωπα που εφαρμόζουν το νόμο
- συνώνυμο:
- εκτελεστικόσ
3. Someone who manages a government agency or department
- synonym:
- administrator ,
- executive
3. Κάποιος που διαχειρίζεται μια κυβερνητική υπηρεσία ή τμήμα
- συνώνυμο:
- διαχειριστής ,
- εκτελεστικόσ
adjective
1. Having the function of carrying out plans or orders etc.
- "The executive branch"
- synonym:
- executive
1. Έχοντας τη λειτουργία της εκτέλεσης σχεδίων ή παραγγελιών κ.λπ.
- "Το εκτελεστικό τμήμα"
- συνώνυμο:
- εκτελεστικόσ
Examples of using
Tom is a big railroad executive.
Ο Τομ είναι ένας μεγάλος στέλεχος σιδηροδρόμων.
The U.S. government has three branches: the executive, the legislative, and the judicial.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει τρεις κλάδους: το εκτελεστικό, το νομοθετικό και το δικαστικό.
An executive council was formed to discuss the new proposal.
Δημιουργήθηκε εκτελεστικό συμβούλιο για να συζητήσει τη νέα πρόταση.