Translation meaning & definition of the word "excuse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ερωτώ" στην ελληνική γλώσσα
Excuse
[Συγγνώμη]noun
1. A defense of some offensive behavior or some failure to keep a promise etc.
- "He kept finding excuses to stay"
- "Every day he had a new alibi for not getting a job"
- "His transparent self-justification was unacceptable"
- synonym:
- excuse ,
- alibi ,
- exculpation ,
- self-justification
1. Μια υπεράσπιση κάποιας επιθετικής συμπεριφοράς ή κάποιας αποτυχίας να κρατήσει μια υπόσχεση κ.λπ.
- "Βρίσκει δικαιολογίες για να μείνει"
- "Κάθε μέρα είχε ένα νέο άλλοθι για να μην βρει δουλειά"
- "Η διαφανής αυτοδικαίωσή του ήταν απαράδεκτη"
- συνώνυμο:
- δικαιολογία ,
- άλλοθι ,
- απεκδύω ,
- αυτοδικαίωση
2. A note explaining an absence
- "He had to get his mother to write an excuse for him"
- synonym:
- excuse
2. Ένα σημείωμα που εξηγεί την απουσία
- "Έπρεπε να πάρει τη μητέρα του να γράψει μια δικαιολογία γι 'αυτόν"
- συνώνυμο:
- δικαιολογία
3. A poor example
- "It was an apology for a meal"
- "A poor excuse for an automobile"
- synonym:
- apology ,
- excuse
3. Ένα κακό παράδειγμα
- "Ήταν μια συγγνώμη για ένα γεύμα"
- "Μια κακή δικαιολογία για ένα αυτοκίνητο"
- συνώνυμο:
- συγγνώμη ,
- δικαιολογία
verb
1. Accept an excuse for
- "Please excuse my dirty hands"
- synonym:
- excuse ,
- pardon
1. Αποδεχτείτε μια δικαιολογία για
- "Συγγνώμη για τα βρώμικα χέρια μου"
- συνώνυμο:
- δικαιολογία ,
- συγγνώμη
2. Grant exemption or release to
- "Please excuse me from this class"
- synonym:
- excuse ,
- relieve ,
- let off ,
- exempt
2. Εξαίρεση ή αποδέσμευση επιχορήγησης
- "Σε παρακαλώ συγχωρέστε με από αυτή την τάξη"
- συνώνυμο:
- δικαιολογία ,
- ανακουφίζω ,
- αποφεύγω ,
- απαλλαγμένος
3. Serve as a reason or cause or justification of
- "Your need to sleep late does not excuse your late arrival at work"
- "Her recent divorce may explain her reluctance to date again"
- synonym:
- excuse ,
- explain
3. Χρησιμεύει ως λόγος ή αιτία ή αιτιολόγηση του
- "Η ανάγκη σας να κοιμηθείτε αργά δεν δικαιολογεί την καθυστερημένη άφιξή σας στην εργασία"
- "Το πρόσφατο διαζύγιό της μπορεί να εξηγήσει την απροθυμία της μέχρι σήμερα και πάλι"
- συνώνυμο:
- δικαιολογία ,
- εξηγώ
4. Defend, explain, clear away, or make excuses for by reasoning
- "Rationalize the child's seemingly crazy behavior"
- "He rationalized his lack of success"
- synonym:
- apologize ,
- apologise ,
- excuse ,
- justify ,
- rationalize ,
- rationalise
4. Υπερασπιστείτε, εξηγήστε, ξεκαθαρίστε ή δικαιολογήστε με συλλογιστική
- "Εθνικοποιήστε τη φαινομενικά τρελή συμπεριφορά του παιδιού"
- "Εξορθολόγησε την έλλειψη επιτυχίας"
- συνώνυμο:
- ζητώ συγγνώμη ,
- δικαιολογία ,
- δικαιολογώ ,
- εξορθολογίσει
5. Ask for permission to be released from an engagement
- synonym:
- excuse ,
- beg off
5. Ζητήστε άδεια για να απελευθερωθείτε από έναν αρραβώνα
- συνώνυμο:
- δικαιολογία ,
- αποπνέω
6. Excuse, overlook, or make allowances for
- Be lenient with
- "Excuse someone's behavior"
- "She condoned her husband's occasional infidelities"
- synonym:
- excuse ,
- condone
6. Δικαιολογία, παραβλέψτε ή κάντε επιδόματα για
- Είμαι επιεικής με
- "Συγχωρέστε τη συμπεριφορά κάποιου"
- "Συγχωρούσε τις περιστασιακές απιστίες του συζύγου της"
- συνώνυμο:
- δικαιολογία ,
- συγχωρώ