Translation meaning & definition of the word "excusable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συγχωρητέα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Excusable
[Συγχωρείται]/ɪkskjuzəbəl/
adjective
1. Capable of being overlooked
- synonym:
- excusable
1. Ικανό να παραβλέπεται
- συνώνυμο:
- δικαιολογημένοσ
2. Easily excused or forgiven
- "A venial error"
- synonym:
- excusable ,
- forgivable ,
- venial
2. Εύκολα συγχωρείται ή συγχωρείται
- "Φλεβικό λάθος"
- συνώνυμο:
- δικαιολογημένοσ ,
- συγχωρητόσ ,
- φλεβική