Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "exclusive" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποκλειστικός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Exclusive

[Αποκλειστικός]
/ɪksklusɪv/

noun

1. A news report that is reported first by one news organization

  • "He got a scoop on the bribery of city officials"
    synonym:
  • exclusive
  • ,
  • scoop

1. Μια αναφορά ειδήσεων που αναφέρεται πρώτα από έναν οργανισμό ειδήσεων

  • "Πήρε μια σέσουλα για τη δωροδοκία των αξιωματούχων της πόλης"
    συνώνυμο:
  • αποκλειστικός
  • ,
  • παπαγάλος

adjective

1. Not divided or shared with others

  • "They have exclusive use of the machine"
  • "Sole rights of publication"
    synonym:
  • exclusive
  • ,
  • sole(a)

1. Δεν μοιράζεται ή μοιράζεται με άλλους

  • "Έχουν αποκλειστική χρήση της μηχανής"
  • "Απόλυτα δικαιώματα δημοσίευσης"
    συνώνυμο:
  • αποκλειστικός
  • ,
  • σολ(α)

2. Excluding much or all

  • Especially all but a particular group or minority
  • "Exclusive clubs"
  • "An exclusive restaurants and shops"
    synonym:
  • exclusive

2. Εξαιρουμένων των πολλών ή όλων

  • Ειδικά όλα εκτός από μια συγκεκριμένη ομάδα ή μειονότητα
  • "Αποκλειστικοί σύλλογοι"
  • "Αποκλειστικά εστιατόρια και καταστήματα"
    συνώνυμο:
  • αποκλειστικός

3. Not divided among or brought to bear on more than one object or objective

  • "Judging a contest with a single eye"
  • "A single devotion to duty"
  • "Undivided affection"
  • "Gained their exclusive attention"
    synonym:
  • single(a)
  • ,
  • undivided
  • ,
  • exclusive

3. Δεν διαιρείται μεταξύ ή φέρεται να επιβαρύνει περισσότερα από ένα αντικείμενο ή στόχο

  • "Να κρίνεις έναν διαγωνισμό με ένα μόνο μάτι"
  • "Μια αφοσίωση στο καθήκον"
  • "Αμέριστη αγάπη"
  • "Έχει την αποκλειστική προσοχή τους"
    συνώνυμο:
  • μον()
  • ,
  • αδιαίρετοσ
  • ,
  • αποκλειστικός

Examples of using

We have exclusive rights to Tom's invention.
Έχουμε αποκλειστικά δικαιώματα στην εφεύρεση του Τομ.
Love and friendship are mutually exclusive.
Η αγάπη και η φιλία είναι αμοιβαία αποκλειστικές.
We have the exclusive right to sell them.
Έχουμε το αποκλειστικό δικαίωμα να τα πουλήσουμε.