Translation meaning & definition of the word "exclude" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαιρούν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exclude
[Αποκλείω]/ɪksklud/
verb
1. Prevent from being included or considered or accepted
- "The bad results were excluded from the report"
- "Leave off the top piece"
- synonym:
- exclude ,
- except ,
- leave out ,
- leave off ,
- omit ,
- take out
1. Να αποτραπεί η συμπερίληψη ή η εξέταση ή η αποδοχή
- "Τα κακά αποτελέσματα αποκλείστηκαν από την έκθεση"
- "Αφήστε το πάνω κομμάτι"
- συνώνυμο:
- αποκλείω ,
- εκτός από ,
- αφήνω έξω ,
- αποχωρώ ,
- παραλείπω ,
- βγάζω έξω
2. Prevent from entering
- Shut out
- "The trees were shutting out all sunlight"
- "This policy excludes people who have a criminal record from entering the country"
- synonym:
- exclude ,
- keep out ,
- shut out ,
- shut
2. Αποτρέψτε την είσοδο
- Αποκλείω
- "Τα δέντρα έκλειναν όλο το φως του ήλιου"
- "Αυτή η πολιτική αποκλείει τους ανθρώπους που έχουν ποινικό μητρώο από την είσοδο στη χώρα"
- συνώνυμο:
- αποκλείω ,
- παραμένω ,
- κλείνω
3. Lack or fail to include
- "The cost for the trip excludes food and beverages"
- synonym:
- exclude
3. Η έλλειψη ή αποτυχία να συμπεριλάβει
- "Το κόστος για το ταξίδι αποκλείει τα τρόφιμα και τα ποτά"
- συνώνυμο:
- αποκλείω
4. Prevent from entering
- Keep out
- "He was barred from membership in the club"
- synonym:
- bar ,
- debar ,
- exclude
4. Αποτρέψτε την είσοδο
- Παραμένω
- "Αποκλείστηκε από τη συμμετοχή στο κλαμπ"
- συνώνυμο:
- μπαρ ,
- ντέμπαρ ,
- αποκλείω
5. Put out or expel from a place
- "The unruly student was excluded from the game"
- synonym:
- eject ,
- chuck out ,
- exclude ,
- turf out ,
- boot out ,
- turn out
5. Βγάλτε ή αποβάλλετε από ένα μέρος
- "Ο απείθαρχος μαθητής αποκλείστηκε από το παιχνίδι"
- συνώνυμο:
- εκτοξεύω ,
- τσαλάκωσε ,
- αποκλείω ,
- εκκινώ ,
- εξελίσσομαι