Translation meaning & definition of the word "excitement" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενθουσιασμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Excitement
[Ενθουσιασμός]/ɪksaɪtmənt/
noun
1. The feeling of lively and cheerful joy
- "He could hardly conceal his excitement when she agreed"
- synonym:
- exhilaration ,
- excitement
1. Το αίσθημα της ζωντανής και χαρούμενης χαράς
- "Δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του όταν συμφώνησε"
- συνώνυμο:
- χαρά ,
- ενθουσιασμός
2. The state of being emotionally aroused and worked up
- "His face was flushed with excitement and his hands trembled"
- "He tried to calm those who were in a state of extreme inflammation"
- synonym:
- excitement ,
- excitation ,
- inflammation ,
- fervor ,
- fervour
2. Η κατάσταση της συναισθηματικής διέγερσης και εργασίας
- "Το πρόσωπό του ήταν ξεπλυμένο με ενθουσιασμό και τα χέρια του έτρεμαν"
- "Προσπάθησε να ηρεμήσει εκείνους που βρίσκονταν σε κατάσταση ακραίας φλεγμονής"
- συνώνυμο:
- ενθουσιασμός ,
- διέγερση ,
- φλεγμονή ,
- θέρμη
3. Something that agitates and arouses
- "He looked forward to the excitements of the day"
- synonym:
- excitation ,
- excitement
3. Κάτι που αναταράσσει και προκαλεί
- "Ανυπομονούσε για τα συναισθήματα της ημέρας"
- συνώνυμο:
- διέγερση ,
- ενθουσιασμός
4. Disturbance usually in protest
- synonym:
- agitation ,
- excitement ,
- turmoil ,
- upheaval ,
- hullabaloo
4. Η αναταραχή συνήθως σε διαμαρτυρία
- συνώνυμο:
- αναταραχή ,
- ενθουσιασμός ,
- αναβάτησ
Examples of using
Tom could barely conceal his excitement.
Ο Τομ δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του.
What's all the excitement about?
Τι είναι όλος ο ενθουσιασμός?
The audience buzzed with excitement.
Το κοινό βουίζεται με ενθουσιασμό.