Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "excite" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενθουσιασμός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Excite

[Συγχωρώ]
/ɪksaɪt/

verb

1. Arouse or elicit a feeling

    synonym:
  • excite

1. Προκαλέστε ή προκαλέστε ένα συναίσθημα

    συνώνυμο:
  • ενθουσιάζω

2. Act as a stimulant

  • "The book stimulated her imagination"
  • "This play stimulates"
    synonym:
  • stimulate
  • ,
  • excite

2. Ενεργεί ως διεγερτικό

  • "Το βιβλίο τόνωσε τη φαντασία της"
  • "Αυτό το παιχνίδι τονώνει"
    συνώνυμο:
  • τονώνω
  • ,
  • ενθουσιάζω

3. Stir feelings in

  • "Stimulate my appetite"
  • "Excite the audience"
  • "Stir emotions"
    synonym:
  • stimulate
  • ,
  • excite
  • ,
  • stir

3. Ανακατεύω τα συναισθήματα

  • "Διεγείρετε την όρεξή μου"
  • "Ενθουσιάστε το κοινό"
  • "Ανακατεύουμε τα συναισθήματα"
    συνώνυμο:
  • τονώνω
  • ,
  • ενθουσιάζω
  • ,
  • ανακατεύω

4. Cause to be agitated, excited, or roused

  • "The speaker charged up the crowd with his inflammatory remarks"
    synonym:
  • agitate
  • ,
  • rouse
  • ,
  • turn on
  • ,
  • charge
  • ,
  • commove
  • ,
  • excite
  • ,
  • charge up

4. Αιτία να είναι ταραγμένος, ενθουσιασμένος, ή ξεσηκωμένος

  • "Ο ομιλητής κατηγόρησε το πλήθος για τις φλεγμονώδεις παρατηρήσεις του"
    συνώνυμο:
  • αναστατώνω
  • ,
  • παλιάνθρωποσ
  • ,
  • ενεργοποιώ
  • ,
  • χρέωση
  • ,
  • αναμειγνύω
  • ,
  • ενθουσιάζω
  • ,
  • φορτίζω

5. Stimulate sexually

  • "This movie usually arouses the male audience"
    synonym:
  • arouse
  • ,
  • sex
  • ,
  • excite
  • ,
  • turn on
  • ,
  • wind up

5. Τονώνει σεξουαλικά

  • "Αυτή η ταινία συνήθως προκαλεί το αρσενικό κοινό"
    συνώνυμο:
  • ξυπνάω
  • ,
  • σεξ
  • ,
  • ενθουσιάζω
  • ,
  • ενεργοποιώ
  • ,
  • τελειώνω

6. Stir the feelings, emotions, or peace of

  • "These stories shook the community"
  • "The civil war shook the country"
    synonym:
  • stimulate
  • ,
  • shake
  • ,
  • shake up
  • ,
  • excite
  • ,
  • stir

6. Ανακατέψτε τα συναισθήματα, τα συναισθήματα ή την ειρήνη του

  • "Αυτές οι ιστορίες συγκλόνισαν την κοινότητα"
  • "Ο εμφύλιος πόλεμος συγκλόνισε τη χώρα"
    συνώνυμο:
  • τονώνω
  • ,
  • ανακινώ
  • ,
  • ενθουσιάζω
  • ,
  • ανακατεύω

7. Raise to a higher energy level

  • "Excite the atoms"
    synonym:
  • excite
  • ,
  • energize
  • ,
  • energise

7. Αυξάνεται σε υψηλότερο επίπεδο ενέργειας

  • "Ενθουσιάστε τα άτομα"
    συνώνυμο:
  • ενθουσιάζω
  • ,
  • ενεργοποιώ

8. Produce a magnetic field in

  • "Excite the neurons"
    synonym:
  • excite

8. Παράγει ένα μαγνητικό πεδίο στο

  • "Ενθουσιάστε τους νευρώνες"
    συνώνυμο:
  • ενθουσιάζω