Translation meaning & definition of the word "excitation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διέγερση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Excitation
[Διέγερση]/ɛksaɪteʃən/
noun
1. The state of being emotionally aroused and worked up
- "His face was flushed with excitement and his hands trembled"
- "He tried to calm those who were in a state of extreme inflammation"
- synonym:
- excitement ,
- excitation ,
- inflammation ,
- fervor ,
- fervour
1. Η κατάσταση της συναισθηματικής διέγερσης και εργασίας
- "Το πρόσωπό του ήταν ξεπλυμένο με ενθουσιασμό και τα χέρια του έτρεμαν"
- "Προσπάθησε να ηρεμήσει εκείνους που βρίσκονταν σε κατάσταση ακραίας φλεγμονής"
- συνώνυμο:
- ενθουσιασμός ,
- διέγερση ,
- φλεγμονή ,
- θέρμη
2. The neural or electrical arousal of an organ or muscle or gland
- synonym:
- excitation ,
- innervation ,
- irritation
2. Η νευρική ή ηλεκτρική διέγερση ενός οργάνου ή μυός ή αδένας
- συνώνυμο:
- διέγερση ,
- νεύρωση ,
- ερεθισμός
3. Something that agitates and arouses
- "He looked forward to the excitements of the day"
- synonym:
- excitation ,
- excitement
3. Κάτι που αναταράσσει και προκαλεί
- "Ανυπομονούσε για τα συναισθήματα της ημέρας"
- συνώνυμο:
- διέγερση ,
- ενθουσιασμός