Translation meaning & definition of the word "exchequer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαφανίστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exchequer
[Εκσκαφέασ]/ɛksʧɛkər/
noun
1. The funds of a government or institution or individual
- synonym:
- treasury ,
- exchequer
1. Τα κεφάλαια μιας κυβέρνησης ή ενός ιδρύματος ή ενός ατόμου
- συνώνυμο:
- ταμείο ,
- εξαιρώ